- ἐνίπτων
- ἐνίπτωνἐνίπτωreprove: pres part act masc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐνίπτων — ἐνίπτω reprove pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] … Dictionary of Greek